Κωνσταντίνα Τασσοπούλου: «Η ζωή θέλει θετική στάση, ακόμα και στα δύσκολα»
Share
Μπορεί την Κωνσταντίνα Τασσοπούλου να την γνωρίζουμε μόνο ως συγγραφέα μέσα από τα βιβλία της. Ωστόσο αν την συναντήσεις από κοντά θα αποτυπωθεί στη μνήμη σου και για δύο ακόμη πράγματα: για τα μάτια και το χιούμορ της. Τα μάτια της είναι τα πιο μπλε, διεισδυτικά μάτια που μπορείς να φανταστείς. Μπλε σαν την θάλασσα του Αιγαίου τον Αύγουστο, που όταν σου μιλά σε μαγνητίζουν και δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτε άλλο. Επίσης έχει το πιο ιδιαίτερο, αυτοσαρκαστικό και «μαύρο» χιούμορ που μπορείς να φανταστείς, καθώς και μια ιδιαίτερη ικανότητα να σε κάνει να γελάς στις πιο δραματικές στιγμές. Πρόσεξε, δεν είναι γέλιο μέχρι δακρύων… Είναι αληθινό, γάργαρο, ανεπιτήδευτο γέλιο μπροστά σε συμβάντα που κανονικά θα έπρεπε να πλαντάξεις στο κλάμα. Αλλά έτσι είναι η Κωνσταντίνα, ένας άνθρωπος όλο αντιθέσεις!
Τόσα χρόνια που γνωριζόμαστε σε θυμάμαι συνεχώς να γράφεις: βιβλία, ιστορίες, διηγήματα… Η φαντασία σου μου φαίνεται ανεξάντλητη. Ειλικρινά πώς το κάνεις; Από πού αντλείς έμπνευση;
Έμπνευση είναι η ίδια η ζωή. Μου αρέσει να παρατηρώ, να προσέχω λεπτομέρειες, να φωτίζω μικροπράγματα που η ταχύτητα ίσως δεν επιτρέπει στους υπόλοιπους να τα δουν. Αυτό μου αρέσει να κάνω. Έμπνευσή μου, θα έλεγα πως είναι η όποια παρατηρητικότητά μου.
Πόσα βιβλία έχεις εκδώσει;
Αν δεν ξεχνώ κανένα, προσωπικά βιβλία 19 και συμμετοχές μου σε συλλογικές εκδόσεις 13. Είμαι ευγνώμων στον Θεό που μου έχει χαρίσει την ικανότητα να εκφράζομαι μέσω του γραψίματος και είμαι ευγνώμων στους Εκδότες που με έχουν μέσα στα χρόνια εμπιστευτεί και με εμπιστεύονται.
Σε ποια ηλικία συνειδητοποίησες ότι θέλεις να γίνεις συγγραφέας;
Εγώ το συνειδητοποίησα κάπου στα 20+, όμως επιστρέφοντας στα παιδικά μου χρόνια ως ανάμνηση, είδα πως τελικά, ήμουν από τότε συγγραφέας. Από τότε έβλεπα ως συγγραφέας όσα έβλεπα. Από τότε έγραφα στις εκθέσεις μου με τον τρόπο που και σήμερα γράφω. Από τότε σκεφτόμουν όπως σκέφτομαι σήμερα. Μόνον τα ερεθίσματα και οι εμπειρίες μου έχουν αλλάξει. Η θέληση να γράφω υπήρχε από πάντα.
Γράφεις καθημερινά βάσει προγράμματος ή αυθόρμητα όποτε δηλαδή νιώθεις ότι έχεις διάθεση να το κάνεις;
Όχι, δεν γράφω βάσει προγράμματος. Γράφω όταν έχω κάτι να πω, γράφω όταν μπορώ, γράφω μετά τη δουλειά, γράφω τα Σαββατοκύριακα, γράφω όταν έχω έμπνευση. Δεν βάζω ξυπνητήρι για να καθίσω μία ώρα να γράψω, αλλά άμα έχω έμπνευση, μπορεί να μην κοιμηθώ, διότι κάθισα κι έγραψα.
Για τα βιβλία σου έχεις κερδίσει πολλά βραβεία και διακρίσεις. Τι σημαίνει για σένα αυτή η αναγνώριση του έργου σου;
Και ερχόμαστε τώρα στο καινούριο σου βιβλίο «Το πιάτο», το οποίο προσωπικά το λάτρεψα. Αν και φαινομενικά για παιδιά, το θεωρώ κατάλληλο και για… μεγάλα παιδιά.
Συμφωνώ. Είναι ένα βιβλίο για παιδιά – τυπικά, άμα πρέπει να εξηγήσουμε στο βιβλιοπωλείο σε ποιο ράφι θα το έχει, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα βιβλίο και για μεγάλους. Μέσα μου το έχω ως βιβλίο οικογενειακό. Όχι με την λογική πως κάνει για όλη την οικογένεια, μα με την λογική πως θέλω να διαβαστεί από όλη την οικογένεια και μάλιστα, παρέα ο ένας με τον άλλον. Να το ανοίξουν στο μεγάλο τραπέζι όλοι μαζί και να το διαβάσουν, όλοι μαζί. Έχω απαιτήσεις…
Πώς εμπνεύστηκες και αποφάσισες να γράψεις την ιστορία;
Ο παππούλης μου που χρόνια έζησε στην Αμερική ως μετανάστης που έπλενε πιάτα, ήταν η έμπνευσή μου. Αυτός και η αγάπη που του είχα, καθώς και η συγκίνηση που πάντα μου προκαλούσε η προσωπική κοπιαστική του ιστορία, ήταν η έμπνευση και τελικά, η απόφαση για να γράψω Το Πιάτο.
Μέσα από τα μάτια του ήρωα του βιβλίου, τον μικρό Γιώργο, «γνώρισα» τη Νέα Υόρκη, τον Ντιούκ Έλινγκτον, το πλοίο «Queen Frederica». Πόσο καιρό σου πήρε να το γράψεις; Έκανες έρευνα πριν;
Να πάμε περίπου δυόμιση χρόνια πριν; Τότε ξεκίνησε το ταξίδι μου με Το Πιάτο. Μου πήρε δυόμιση χρόνια να το γράψω, να το σβήσω και να το ξαναγράψω αυτό το βιβλίο. Πολλές φορές. Αρχικώς, το είχα σκεφτεί ως βιβλίο για πολύ μικρά παιδάκια, με πολύ μικρό κείμενο και μεγάλη χρωματιστή εικονογράφηση. Θυμάμαι την κυρία Κατερίνα Καρατζά από τις Εκδόσεις «Κόκκινη Κλωστή Δεμένη» να της το στέλνω, να το διαβάζει και να μου προτείνει να το μεγαλώσω, γιατί ως βιβλίο για μεγάλα παιδιά, είχε ενδιαφέρον, ενώ για μικρά όχι. Είχε δίκιο. Πόσο την ευχαριστώ που μου χάρισε χρόνο και ουσιαστική κριτική και τελικά με έσπρωξε, με το πραγματικό της ενδιαφέρον, να δημιουργήσω ένα άλλο Πιάτο, Το Πιάτο που τελικώς κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Υδροπλάνο, σε μια μορφή διαφορετική από αυτήν που αρχικώς το είχα φανταστεί. Τη σωστή του μορφή!
Το Πιάτο είχε ψάξιμο, έρευνα, αγωνία, κυνήγι, κουβέντα, κουβέντα, κουβέντα, συζήτηση. Ατελείωτα τηλέφωνα με την Εκδότριά μου, την κυρία Σοφία Θάνου. Ατελείωτες ερωτήσεις και απαντήσεις, αμφισβητήσεις, αποφάσεις, αλλαγές. Ατελείωτες συζητήσεις με την εικονογράφο Εμμανουέλα Κακαβιά. Ατελείωτες συζητήσεις με την επιμελήτρια Αντωνέτα Κώτση. Έτσι γίνεται. Έτσι πρέπει να γίνεται. Το Πιάτο είναι ένα πόνημα πραγματικό. Όλες μας το πονέσαμε αυτό το βιβλίο.
Ο Μίστερ Ναγκ είναι αληθινό πρόσωπο; Τον περιγράφεις τόσο ζωντανά που κάποιες στιγμές νόμιζα ότι τον ακούω να φωνάζει: «Τα πιάτα μου. Τα πιάτα μου»!
Όχι. Ο Μίστερ Ναγκ είναι πρόσωπο φανταστικό που όμως, έχει πάνω του όλα τα κακά που μπορούσα να του φορτώσω. Έχει ο κακομοίρης, όλα τα κακά του κάθε «κακού αφεντικού». Στην πραγματικότητα είναι μια πονεμένη φιγούρα. Όλη μέρα βυθισμένος σε μια πολυθρόνα να φωνάζει για τα πιάτα του και να τρώει φαγητά τεράστια, μα όχι νόστιμα. Δεν είναι ευτυχία αυτό. Και ας είναι ο μαγαζάτορας!
Αυτό που μου αρέσει πολύ στη γραφή σου (και το συναντάμε και στο νέο σου βιβλίο «Το πιάτο») είναι ότι έχεις έναν τρόπο να αφηγείσαι πράγματα δυσάρεστα ή και στενάχωρα με χιούμορ και αισιοδοξία. Έτσι είσαι και στη ζωή σου;
Δόξα τω Θεώ, ναι. Νομίζω, ναι… Δεν εγκαταλείπω το χιούμορ, ακόμα και στα δύσκολα. Η μαμά μου και ο μπαμπάς μου είναι άνθρωποι με καλό χιούμορ. Μου το πέρασαν αυτό. Εξάλλου, η ζωή θέλει θετική στάση, ακόμα και στα δύσκολα και το να έχεις χιούμορ δεν δείχνει πως δεν είσαι σοβαρός στις σοβαρές καταστάσεις. Κάθε άλλο…
Who is who – Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου με τα δικά της λόγια…
Γεννήθηκα νηστίσιμη, επομένη Καθαρής Δευτέρας που τότε, το 1977, έπεφτε 22 Φεβρουαρίου.
Μεγάλωσα στην Αθήνα.
Τις καθημερινές στην Αγία Παρασκευή, τα Σάββατα στα Εξάρχεια.
Παιδί της μαμάς και του μπαμπά, αντίστοιχα.
Πήγα σχολείο στα Εκπαιδευτήρια Κωστέα – Γείτονα.
Φοίτησα στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας.
Σπούδασα μουσική.
Πήρα Πτυχίο Θεωρητικών και Πτυχίο Πιάνου.
Μου αρέσει που τα πλήκτρα μου συνοδεύουν ομάδες χορού, ομάδες θεάτρου, χορωδίες.
Για να μπορώ να ζω εργάζομαι σε Όμιλο Υγείας. Έχω εργαστεί με παιδιά μικρά, με παιδιά μεγάλα σε Μονάδα που φροντίζει ηλικιωμένους, έχω εργαστεί σε εταιρεία με περιοδικά, με εφημερίδες, με ανταλλακτικά αυτοκινήτων, σε πιτσαρία, έχω σερβίρει κρασιά, έχω πλύνει πιάτα, έχω πουλήσει ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μελάνια, εκτυπωτές.
Παράλληλα έγραφα. Γράφω. Τότε ζω πραγματικά.
Τα γραπτά μου με έκαναν μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς.
Τα γραπτά μου με κάνουν συντροφιά καθενός που τα διαβάζει.
Μπορείς να γνωρίσεις την Κωνσταντίνα Τασσοπούλου καλύτερα εδώ: www.tassopoulou.gr